- ασύζευκτος
- -η, -ο (Μ ἀσύζευκτος, -ον)[συζεύγνυμι, -ύω]αζευγάρωτοςνεοελλ.1. άγαμος2. αταίριαστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσύζευκτος — not paired masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυζεύκτως — ἀσύζευκτος not paired adverbial ἀσύζευκτος not paired masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύζευκτα — ἀσύζευκτος not paired neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυνδύαστος — η, ο (AM ἀσυνδύαστος, ον) αυτός που δεν συνδυάζεται ή που δεν μπορεί να συνδυαστεί, να ταιριάξει με άλλον αρχ. ασύζευκτος, αζευγάρωτος … Dictionary of Greek